Σίδηρος και Φερριτίνη

Φερριτίνη

Ο καθορισμός της συγκέντρωσης της Φερριτίνης στον οργανισμό, αποτελεί μία αξιόπιστη, ευαίσθητη και εξειδικευμένη μέτρηση για την έγκαιρη ανίχνευση της σιδηροπενικής αναιμίας στα αρχικά της στάδια, επειδή η πρώτη αντίδραση του οργανισμού στη μείωση των αποθεμάτων σιδήρου γίνεται με την πτώση των επιπέδων της Φερριτίνης. Τα 2/3 περίπου του αποθηκευμένου σιδήρου είναι συνδεδεμένα με τη Φερριτίνη, ενώ το υπόλοιπο 1/3 περιέχεται στην αιμοσιδηρίνη.

Η Φερριτίνη σχηματίζεται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Η συγκέντρωση Φερριτίνης στον ορό, τόσο σε υγιή άτομα όσο και σε άτομα με έλλειψη ή πλεόνασμα σιδήρου, σχετίζεται άμεσα με την ποσότητα του αποθηκευμένου σιδήρου στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Έτσι, η χαμηλή συγκέντρωση Φερριτίνης στον ορό είναι πάντα ενδεικτική της έλλειψης σιδήρου στον οργανισμό, ενώ ψηλή συγκέντρωση Φερριτίνης μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως υπερβολική λήψη σιδήρου, ηπατική νόσος, χρόνιες παθήσεις, νεοπλασίες αίματος, λευχαιμία, νόσος Hodgkin’s κ.λπ.

Αποτελείται από πρωτεϊνικό κέλυφος(την αποφερριτίνη) που περιέχει διαφορετικές ποσότητες σιδήρου υπό μορφή συμπλέγματος οξυυδροξειδίου του σιδήρου. Η φερριτίνη ανευρίσκεται σχεδόν σ’ όλους τους ιστούς του σώματος ιδιαίτερα όμως στα ηπατοκύτταρα και στα κύτταρα του δικτυοενδοθηλιακoύ συστήματος, όπου χρησιμεύει ως αποθήκη σιδήρου.

Η φερριτίνη του ορού περιέχει 20-25% σίδηρο. Η πρόσληψη σιδήρου από τη φερριτίνη γίνεται μετά την οξείδωση του Fe2+ σε Fe3+ και η απελευθέρωση του σιδήρου από τη φερριτίνη γίνεται μετά την αναγωγή του Fe3+ σε Fe2+. Έτσι, η φερριτίνη αποτελεί όχι μόνο πολύ αποτελεσματική παγίδα σιδήρου, αλλά και εύκολη διαθέσιμη πηγή σιδήρου για μεταβολικές ανάγκες.

Διάφορες επιστημονικές μελέτες επιβεβαίωσαν την άμεση σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης της Φερριτίνης και του αποθηκευμένου σιδήρου στον οργανισμό λειτουργώντας ως δείκτης των ποσοτήτων και αποθεμάτων του σιδήρου στον οργανισμό.
Η σιδηροπενική αναιμία είναι μια συνήθης ασθένεια η οποία μπορεί να προκληθεί από ανεπαρκή πρόσληψη σιδήρου, εγκυμοσύνη, αιμοκάθαρση ή αιμοδοσία. Στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες η σιδηροπενική αναιμία αποτελεί το συχνότερο πρόβλημα λόγω διαιτητικών εφαρμογών.

Ο καθορισμός της συγκέντρωσης της Φερριτίνης στον οργανισμό, αποτελεί μία αξιόπιστη, ευαίσθητη και εξειδικευμένη μέτρηση για την έγκαιρη ανίχνευση της σιδηροπενικής αναιμίας στα αρχικά της στάδια, επειδή η πρώτη αντίδραση του οργανισμού στη μείωση των αποθεμάτων σιδήρου γίνεται με την πτώση των επιπέδων της Φερριτίνης. Συνεπώς η ανίχνευση ανεπαρκών επιπέδων Φερριτίνης καθιστά δυνατή την αναμενόμενη θεραπεία.

Επιπλέον, η υπερβολική ποσότητα σιδήρου είναι χαρακτηριστικό ασθενειών όπως η μεσογειακή αναιμία και η σιδηροβλαστική αναιμία και επομένως η μέτρηση των επιπέδων της Φερριτίνης συμβάλλει στη διάγνωση και στην παρακολούθηση του ασθενή.

Ο προσδιορισμός φερριτίνης είναι κλινικά χρήσιμος στη διάκριση ανάμεσα στη σιδηροπενική αναιμία, όπου τα επίπεδα φερριτίνης είναι ελαττωμένα, και της «αναιμίας των χρόνιων νοσημάτων» όπου τα επίπεδα φερριτίνης είναι συνήθως φυσιολογικά ή αυξημένα.
Η φερριτίνη του ορού χρησιμοποιείται ακόμη στο διαχωρισμό της ερυθροκυτταρικής μικροκυττάρωσης που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου (χαμηλές τιμές) από τη μικροκυττάρωση που εμφανίζεται στους ετεροζυγώτες μεσογειακής αναιμίας (φυσιολογικές ή υψηλές τιμές).

• Τα χαμηλά επίπεδα υποδεικνύουν φυσιολογική παθολογία, η ένδειξη 30-400 ng/ml είναι εντός των ορίων του φυσιολογικού ορίου για έναν άνδρα, ενώ η ένδειξη 13-150 ng/ml είναι εντός του φυσιολογικού ορίου για μια γυναίκα σε περίοδο εμμηνόρροιας.
• Τα συνεχώς υψηλά επίπεδα υποδεικνύουν υψηλό φορτίο σιδήρου (φερριτίνη σιδήρου >1000ng/ml).

©2019 Copyright Lemoniadou Lab